- ἡμιαστραγάλιον
- ἡμι-αστρᾰγάλιον [ᾰλ], τό,A creature with only one ἀστράγαλος, Arist.HA499b25 (v.l. [suff] ἡμι-αστράγαλος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιαστραγάλιον — ἡμιαστραγάλιον, το (Α) μισός αστράγαλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + αστραγάλ ιον (< θ. αστραγαλ τού αστράγαλ ος + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] … Dictionary of Greek
ἡμιαστραγάλιον — creature with only one neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιαστραγαλίῳ — ἡμιαστραγάλιον creature with only one neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek